κακωδύλιο

κακωδύλιο
Χημική ένωση του τύπου (CH3)2As-As(CH3)2. Η ονομασία οφείλεται στην εξαιρετικά δυσάρεστη οσμή της. Είναι άχρωμο υγρό με σημείο ζέσης 170°C και αναφλέξιμο στον αέρα. Με οξείδωση δίνει το οξείδιο του κ. και το κακωδυλικό οξύ, ενώ με το χλώριο δίνει κακωδυλοχλωρίδιο. Το οξείδιο του κ. έχει τύπο (CH3)2As-O-As(CH3)2 και λαμβάνεται μαζί με το κ. ύστερα από θέρμανση του τριοξειδίου του αρσενικού με οξικό κάλι. Είναι υγρό με δυσάρεστη οσμή, σημείο βρασμού 120°C, ενώ δεν είναι αυτοαναφλέξιμο σε καθαρή κατάσταση. Το κακωδυλικό οξύ έχει τύπο (CH3)2AsOOH και λαμβάνεται από την οξείδωση του οξειδίου του κ.· είναι λευκό στερεό σώμα, με σημείο τήξης περίπου 195°C και διαλυτό στο νερό. Τα άλατά του χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική (κακωδυλικά άλατα). Το κακωδυλοχλωρίδιο έχει τύπο (CH3)2AsCl, λαμβάνεται με επίδραση υδροχλωρικού οξέος σε οξείδιο του κ. και είναι υγρό με σημείο βρασμού 100°C. To κ. ονομάζεται επίσης τετραμεθυλοδιαρσίνη.
* * *
το
χημ. ονομασία τής οργανικής ένωσης τετραμεθυλοδιαρσίνης, ονομασία που οφείλεται στην εξαιρετικά δυσάρεστη οσμή τής ουσίας αυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το θέμα της κακωδ- (πρβλ. γαλλ. cacod-yle < cacod- < κακώδης «δύσοσμος») και μεταφορά ως προς την κατάλ. -ύλιο (< γαλλ. -yle)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακωδυλικός — ή, ό χημ. 1. αυτός που περιέχει κακωδύλιο* 2. φρ. α) «κακωδυλικό οξύ» παράγωγο τού αρσενικού που χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτική β) «κακωδυλικό άλας» το άλας τού κακωδυλικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cacodylique… …   Dictionary of Greek

  • τετραμεθυλοδιαρσίνη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής οργανικής χημικής ένωσης κακωδύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tetramethyldiarsine < tetra (< τετρ[α] *) + methyle (βλ. λ. μεθύλιο) + diarsine (βλ. λ. διαρσίνες)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”